εξαιρετικότητα

εξαιρετικότητα
η
η ιδιότητα, το γνώρισμα τού εξαιρετικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαιρετικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Ι. Ραυτόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαιρετικότητα — η η σπανιότητα, η μοναδικότητα, η εξαιρετική φύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεξαίρετος — κατεξαίρετος, ον (AM) το ουδ. ως ουσ. τὸ κατεξαίρετον η εξαιρετικότητα, η μοναδικότητα αρχ. εξαιρετικός, μοναδικός …   Dictionary of Greek

  • χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”